- ἀποσπάσματος
- ἀπόσπασμαthat which is torn offneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαβάκης, Κωνσταντίνος — (Κεχριάνικα Λακωνίας 1897 – Αδριατική 1942). Στρατιωτικός. Διακρίθηκε στη μάχη της Πίνδου κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Ο Δ. αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1916 και συμπλήρωσε την κατάρτισή του στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου της… … Dictionary of Greek
ανιχνευτής — (Φυσ.). Όροςτης φυσικής που δηλώνει κάθε διάταξη ικανή να σημειώνει και ενδεχομένως να καταγράφει την πραγματοποίηση ενός φαινομένου. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι α. στην ατομική και πυρηνική φυσική, επειδή επιτρέπουν διαμέσου μακροσκοπικών… … Dictionary of Greek
αποσπασματάρχης — ο ο επικεφαλής στρατιωτικού ή αστυνομικού αποσπάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόσπασμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
επιθεώρηση — Τύπος θεατρικού έργου με τη συνύπαρξη μουσικής, χορού και πεζού λόγου, που χαρακτηρίζεται από γοργή διαδοχή εικόνων, οι οποίες ξεκινούν από μια κεντρική ιδέα που συνδέει τη μία με την άλλη και από ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, με… … Dictionary of Greek
κουρσάτωρ — κουρσάτωρ, ορος και κουρσάτορας και κουρσάτος, ὁ (Μ) έφιππος ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης αποσπάσματος που εκτελούσε αναγνωρίσεις και επιδρομές σε ξένη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούρσος (ΙΙ) + άτωρ] … Dictionary of Greek
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… … Dictionary of Greek
παραποιώ — παραποιῶ, έω, ΝΜΑ κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο για να εξαπατήσω κάποιον, κατασκευάζω κάτι κατ απομίμηση για εξαπάτηση, νοθεύω, κιβδηλεύω («παραποιώ νόμισμα» παραχαράσσω νόμισμα) νεοελ. διαστρεβλώνω, αλλοιώνω («παραποίησε το νόημα τού αποσπάσματος … Dictionary of Greek
Δήλεσι — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 5 μ., 3.176 κάτ.) στην πρώην επαρχία Θήβας του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στην ακτή του νότιου Ευβοϊκού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινοφύτων. Το Δ. έγινε γνωστό εξαιτίας της σφαγής τριών Άγγλων και ενός Ιταλού… … Dictionary of Greek